κεφαλεύω

κεφαλεύω
κεφαλεύω (ΑΜ)
είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός, διοικώ, εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή με σημ. «αρχηγός» + κατάλ. -εύω (πρβλ. αγορ-εύω, νομ-εύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”